ἐκπαιδεύομαι

ἐκπαιδεύομαι
ἐκπαιδεύω
bring up from childhood
pres ind mp 1st sg
ἐκπαιδεύω
bring up from childhood
pres ind mp 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εκπαιδεύομαι — εκπαιδεύομαι, εκπαιδεύτηκα και εκπαιδεύθηκα, εκπαιδευμένος βλ. πίν. 20 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ασκώ — (AM ἀσκῶ, έω) 1. γυμνάζω, προπονώ, καθιστώ κάποιον έμπειρο και ικανό σε κάτι 2. μέσ. με συνεχή επανάληψη και άσκηση προσπαθώ να αποκτήσω πείρα, εκπαιδεύομαι, κοπιάζω μσν. εκκλ. μέσ. υποβάλλω το σώμα μου σε στερήσεις αρχ. 1. επεξεργάζομαι κάτι με… …   Dictionary of Greek

  • παρατρέφω — ΝΜΑ νεοελλ. τρέφω κάποιον ή κάτι υπέρμετρα, υπερβολικά, τρέφω πάρα πολύ μσν. αρχ. 1. παθ. α) (για πρόσ.) τρέφομαι ή ανατρέφομαι από κάποιον («ἦσαν δὲ οὗτοι τῶν ἐπ οὐδενὶ χρησίμῳ πάλαι ἀνατρεφομένων», Συνέσ.) β) τρέφομαι ματαίως, ανωφελώς («τότε… …   Dictionary of Greek

  • συντρέφω — και αττ. τ. ξυντρέφω Α [τρέφω] 1. τρέφω επί πλέον 2. τρέφω συγχρόνως 3. παθ. συντρέφομαι α) ανατρέφομαι μαζί με άλλον β) εκπαιδεύομαι σε κάτι γ) (για ασθένειες ή για αισθήματα) αυξάνομαι ή αναπτύσσομαι συγχρόνως με κάτι άλλο («ἐκ νηπίου ἡμῑν… …   Dictionary of Greek

  • ασκώ — άσκησα, ασκήθηκα, ασκημένος 1. γυμνάζω, εξασκώ, εκπαιδεύω: Ασκεί τους μαθητές στο σχηματισμό προτάσεων με ορισμένη λέξη. 2. ασχολούμαι συνεχώς με κάτι, έχω ως επάγγελμα: Ασκεί με επιτυχία το επάγγελμα του χημικού. 3. εκτελώ, εφαρμόζω, επιβάλλω:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”